- ἐξεύχοιο
- ἐξεύχομαιboast aloudpres opt mp 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξεύχομαι — ἐξεύχομαι (Α) [εύχομαι] 1. καυχιέμαι («γένος τ ἄν ἐξεύχοιο», Αισχύλ.) 2. ποθώ … Dictionary of Greek